- ἐπιξύω
- ἐπι-ξύω, darauf, darüber schaben, reiben; γαῖαν, die Erde streifen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιξύω — ἐπιξύω (Α) [ξύω] 1. ξύνω, τρίβω πάνω σε κάτι («τυρὸν ἐπιξυσθέντα», Πλάτ.) 2. (για το κρανίο) ξύνω την επιφάνεια 3. αγγίζω, ψαύω με κάτι 4. παθ. ἐπιξύομαι χαράζω, εγγλύφω («ἐπιξύομαι εἰκόνας λίθῳ») … Dictionary of Greek
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek
προσεπιξύω — Μ [ἐπιξύω] ξύνω επιπρόσθετα την επιφάνεια … Dictionary of Greek